-
1 нужно
нужно (необходимо) πρέπει, χρειάζεται· мне \нужно идти πρέπει να πηγαίνω· не \нужно δε χρειάζεται 2) (требуется): что вам \нужно? τι θέλετε; τι επιθυμείτε; вам ничего не \нужно? θέλετε τίποτα;* * *1) ( необходимо) πρέπει, χρειάζεταιмне ну́жно идти́ — πρέπει να πηγαίνω
не ну́жно — δε χρειάζεται
2) ( требуется)что вам ну́жно? — τι θέλετε; τι επιθυμείτε
вам ничего́ не ну́жно? — θέλετε τίποτα
-
2 угодно
угодно: когда \угодно όταν θέλετε· где \угодно όπου θέλετε, όπου κι αν είναι* какой \угодно οποιοσδήποτε* кто \угодно οποιοσδήποτε* что \угодно οτιδήποτε" что вам \угодно? τι επιθυμείτε; как \угодно οπωσδήποτε· как вам \угодно όπως σας αρέσει* * *когда́ уго́дно — όταν θέλετε
где уго́дно — όπου θέλετε, όπου κι αν είναι
како́й уго́дно — οποιοσδήποτε
кто уго́дно — οποιοσδήποτε
что уго́дно — οτιδήποτε
что вам уго́дно? — τι επιθυμείτε
как уго́дно — οπωσδήποτε
как вам уго́дно — όπως σας αρέσει
-
3 хотеть
хотеть θέλω, επιθυμώ; чего вы хотите? τι θέλετε; я хотел бы пойти...θα ήθελα πολύ να πηγαίνω...· как хотите όπως θέλετε, όπως επιθυμείτε \хотеться безл.: мне (не) хочется... (δεν) θέλω να...· мне хотелось бы... θα ήθελα να...* * *θέλω, επιθυμώчего́ вы хоти́те? — τι θέλετε
я хоте́л бы пойти́… — θα ήθελα πολύ να πηγαίνω…
как хоти́те — όπως θέλετε, όπως επιθυμείτε
-
4 что
I что Ι (чего, чему, чем, о чём) τι; \что вы хотите? τι επιθυμείτε; τι θέλετε; \что мы будем делать? τι θα κάνουμε; \что это такое? τι είναι αυτό; ◇ не за \что Ι τίποτα! ни за что ποτέ, με κανένα τρόπο II что II (союз) ότι, πως; он сказал, \что не придёт (αυτός) είπε ότι (или πως) δε θα ρθει* * *I (чего, чему, чем, о чём)τιчто вы хоти́те? — τι επιθυμείτε; τι θέλετε
что мы бу́дем де́лать? — τι θα κάνουμε
что э́то тако́е? — τι είναι αυτό
••не́ за что! — τίποτα!
II союзни за что́ — ποτέ, με κανένα τρόπο
ότι, πωςон сказа́л, что не придёт — (αυτός) είπε ότι ( или πως): δε θα ρθει
-
5 угодно
угодн||о1. предик безл:что вам \угодно? τΐ ἐπιθυμείτε;· как вам \угодно ὅπως ἐπιθυμείτἐ если вам \угодно ἄν θέλετε· делайте все, что (вам) \угодно κάνετε ὁτι σᾶς ἀρέσει·2. частица:кто \угодно ὁ καθένας, ὁποιοσδήποτε· что \угодно ὁτιδήποτε· как \угодно (безразлично как) ὅπως σας ἀρέσει, ὅπως ἀγα-πᾶτε· куда́ \угодно, где \угодно ὅπου νάναι, ὁπουδήποτε· сколько \угодно ὅσα θέλεις· сколько (душе́) \угодно разг δσα τραβάει ἡ καρδιά σου. -
6 изволить
ρ.δ.1. παλ. θέλω, επιθυμώ•чего -те? τι επιθυμείτε;
2. χρησιμοποιείται με απαρέμφατο άλλου ρήματος αντί των προσώπων αυτού του ρήματος και εκφράζει: εκτίμηση, φιλοφροσύνη, αβρότητα, δυσαρέσκεια, αγανάκτηση, μομφή, ειρωνεία•господд -ят спать τα αφεντικά κοιμούνται•
-ите с£ми судить κρίνετε μονάχοι σας•
вы -ите шутить αστειεύεστε•
-ите ли видеть βλέπετε;•
вместо того, чтобы работать, вы все -ите полживать αντί να δουλεύετε, όλοι. σας το πιάσατε ξαπλωταριά,
προστκ. изволь(те) σημαίνει,: α) καλά•-те, остинусь ещё на час καλά, θα περιμένω ακόμα μια ώρα•
изволь, я согласен καλά, είμαι σύμφωνος, β) να, πάρε, ωρίστε•
дайте мне папиросу. изволить извольте δόστε μου ένα τσιγάρο. -ωρίστε. γ) προσταγή•
-те выйти βγήτε έξω•
-те сначала поучиться, а потом другим указывать πρώτα να μάθετε εσείς καλά και μετά να υποδείχνεται στους άλλους.
-те! παρακαλώ!
εκφρ.чего -ите? – παλ. τι επιθυμείτε; -
7 ваш
ваш(ваша, ваше, ваши)1. мест, при-тяж. σας/(1)δικός σας, (Ι)δική σας, (ί)δι-κό[ν] σας (в качестве сказуемого):эта книга моя, а эта \ваша αὐτό τό βιβλίο εἶναι (ί)δικό ιϊου, καί αὐτό εἶναι τό ©δικό σας;.\ваш дом τό σπίτι σας; к \вашим услу́гам εἶμαι στή διάθεσή σας; по \вашему мнению κατά τή γνώμη σας; по \вашему желанию ὅπως ἐπιθυμείτε, ὀπως σᾶς ἀρέσει; это \ваше дело αὐτό εἰνε δική σας δουλειά, αὐτό ἀφορα ἐσᾶς;2. сущ. \ваши мн. (домашние) οἱ δικοί σας, οἱ συγγενείς σας. -
8 вздуматься
взду́ма||тьсясов безл:мне \вздуматьсялось погулять μοῦ ήλθε ἡ ίδέα νά κάνω περίπατο· ему́ \вздуматьсялось... τοδ σκαρφίστηκε νά..., τοδ ἐκάπνισε νά...· как \вздуматьсяется ὀπως νομίζετε, ὀπως ἐπιθυμείτε. -
9 по-вашему
по-вашемунареч1. (о мнении) κατά τήν γνώμη σας·2. (о желании) ὀπως ἐπιθυμείτε, ὀπως θέλετε. -
10 хотеть
хот||етьнесов θέλω/ ἐπιθυμώ (желать):· \хотеть есть θέλω νά φά(γ)ω· \хотеть спать θέλω νά κοιμηθώ· \хотеть мира ἐπιθυμώ είρήνη· мне \хотетьелось бы его́ ви́деть θά ήθελα νά τόν ἱδῶ· как \хотетьйте ὅπως θέλετε, ὅπως ἐπιθυμείτε· он делает, что хочет κάνει, ὅτι θέλει· что вы \хотетьи́те сказать? τί θέλετε νά πείτε;·\хотетьел бы я знать всю правду θά ήθελα νά ξέρω ὅλην τήν ἀλήθεια· ◊ хочешь не хочешь разг τό θέλεις δέν τό θέλεις, δέν θέλοντας καί μή. -
11 приказать
-кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приказанный, βρ: -зал, -а, -оρ.σ.1. διατάσσω• προστάζω• δίνω εντολή•он -ал взять его мртвым или живого αυτός διέταξε να τον πιάσουν νεκρό ή ζωντανό.
2. μτφ. παλ. αναθέτω αναθέτω εντολή•приказать имение жене αναθέτω την περιουσία στη σύζυγο.
εκφρ.что -жешь (приказатьжете)? – τι έχεις (приказатьετε) να πεις; να πείτε; (στον συνομιλητή, όταν η απάντηση είναι σαφής)•как -жете – παλ. όπως σας αρέσει, όπως πείτε•что -жете? – παλ. τι θέλετε; τι επιθυμείτε; τι σας αρέσει; -
12 угодно
1. ως κατηγ. (με δοτ.) θέλω, επιθυμώ, αρέσω• χρειάζομαι•что вам -? τι επιθυμείτε; τί θέλετε; τι σας αρέσει; τι γουστάρετε;•
угодно ли вам? σας αρέσει άραγε;•
угодно ли вам молока θέλετε λίγο γάλα;
2. μόριο• μετά από αντωνυμία ή επίρρημα σχηματίζονται συνδυασμοί με οριστική σημασία•где угодно όπου να είναι, αδιάφορο που, όπου θέλεις•
как угодно αδιάφορο πως, όπως να είναι, όπως θέλεις•
какой угодно αδιάφορο ποιος, οποιοσδήποτε•
когда угодно όποτε να είναι, οποτεδήποτε•
кто угодно αδιάφορο ποιος, οποιοσδήποτε•
куда угодно αδιάφορο που, οπουδήποτε•
откуда угодно αδιάφορο από που, ο-ποθενδήποτε•
сколько угодно όσα θέλεις, οσαδήποτε•
что угодно ό,τι θέλεις, ό,τι θέλει η ψυχή σου, ο,τιδήποτε.
εκφρ.если угодно – ίσως, μπορεί, είναι δυνατόν, μπορώ να πω• Ηθ•угодно ли – θα θέλατε• έχετε την καλοσύνη• δε σας κάνει κόπο • είναι καλό,σωστό, αρεστό;
См. также в других словарях:
ἐπιθυμεῖτε — ἐπιθυμέω set one s heart upon pres imperat act 2nd pl (attic epic) ἐπιθυμέω set one s heart upon pres opt act 2nd pl ἐπιθυμέω set one s heart upon pres ind act 2nd pl (attic epic) ἐπιθῡμεῖτε , ἐπιθυμέω set one s heart upon pres imperat act 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'πιθυμεῖτ' — ἐπιθυμεῖτο , ἐπιθυμέω set one s heart upon pres opt mp 3rd sg (epic ionic) ἐπιθῡμεῖτο , ἐπιθυμέω set one s heart upon pres opt mp 3rd sg (epic ionic) ἐπιθυμεῖτε , ἐπιθυμέω set one s heart upon pres imperat act 2nd pl (attic epic) ἐπιθυμεῖτε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρούμαι — προαιροῡμαι, έομαι, ΝΜΑ [αιρώ, ούμαι] επιθυμώ ή αποφασίζω κάτι με ελεύθερη βούληση, χωρίς καμιά δέσμευση ή εξαναγκασμό, επιλέγω ελεύθερα (α. «δώστε ό,τι προαιρείσθε» δώστε ό,τι επιθυμείτε β. «όπως προαιρούνται» όπως επιθυμούν γ. «ὁ ακρατὴς… … Dictionary of Greek
συμφυσώ — άω, Α [φυσῶ] 1. φυσώ μαζί με άλλον 2. (κατ επέκτ.) (για χαλκέα) φυσώντας τη φωτιά συντήκω, λειώνω στον ίδιο λέβητα («εἰ γὰρ τούτου ἐπιθυμεῑτε, θέλω ὑμᾱς συντῆξαι καὶ συμφυσῆσαι εἰς τὸ αὐτὸ ὥστε δύ ὄντας ἕνα γεγονέναι», Πλάτ.) 3. (ειδικά)… … Dictionary of Greek
επιθυμώ — και πιθυμώ και πεθυμώ και αποθυμάω επιθύμησα και πεθύμησα και απεθύμησα και αποθύμησα, μτβ. 1. έχω την επιθυμία να αποκτήσω ή να απολαύσω ή να πράξω κάτι, το θέλει η καρδιά μου, το τραβάει η όρεξή μου: Επιθυμεί να παντρευτεί. – Πεθύμησα μαύρο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)